- μοραιά
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moraea < νεολατ. moraea από το όν. τού Robert Μore, Άγγλου συλλέκτη εξωτικών φυτών].
Dictionary of Greek. 2013.